καλτσόνι

καλτσόνι
καλτσόνι και σκαρτσούνι, τὸ (Μ)
κάλτσα, περικνημίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλτσούνι — το 1. το καλτσόνι* 2. είδος γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδια, μέλι και κανέλα, αλλ. σκαλτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”